-
1 σατραπεύω
A to be a satrap, exercise the authority of one,δεῖ τὴν γυναῖκα σατραπεύειν X.HG3.1.12
, cf. SIG 302 (iv B.C.), al., PEleph.1.1 (iv B.C.); [pref] ξατραπ-, Arr.Fr.10 J., cf. σατράπης.2 c. gen., rule as a satrap,σ. τῆς χώρας X. HG3.1.10
, An.3.4.31, cf. Plu.Them.30: also c. acc., τὰ ἐν μέσῳ ς. X.An.1.7.6;Αἴγυπτον Hld.2.24
: metaph. in [voice] Pass., Philostr.VA1.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σατραπεύω
См. также в других словарях:
σατραπεύω — και ξατραπεύω Α [σατράπης] 1. είμαι σατράπης 2. (γενικά) α) κυβερνώ ως σατράπης β) συμπεριφέρομαι ως σατράπης («δεῑ τὴν γυναῑκα σατραπεύειν», Ξεν.) … Dictionary of Greek